- ταλειπτήριον
- τἀλειπτήριονἀλειπτήριον , ἀλειπτήριονplace for anointing: neut nom /voc /acc sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
τἀλειπτήριον — ἀλειπτήριον , ἀλειπτήριον place for anointing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)